αγραυλώ

αγραυλώ
ἀγραυλῶ (-έω) (Α) [ἄγραυλος]
ζω στην ύπαιθρο, στους αγρούς, μακριά από κατοικημένο τόπο
(«ποιμένες ἀγραυλοῡντες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀγραυλῶ — ἀγραυλέω live in the open pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀγραυλέω live in the open pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγραύλῳ — Ἄγραυλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραύλῳ — ἄγραυλος dwelling in the field masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγραύλωι — Ἀγραύλῳ , Ἄγραυλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραύλωι — ἀγραύλῳ , ἄγραυλος dwelling in the field masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… …   Dictionary of Greek

  • αγραυλίζομαι — (Μ) [ἄγραυλος] αγραυλώ* …   Dictionary of Greek

  • συναγραυλώ — έω, Α ζω στον αγρό μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀγραυλῶ (< ἄγραυλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”